- επιγώνιος
- ἐπιγώνιος, -ον (Α)1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνιαοι ακρογωνιαίοι λίθοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γών-ιος (< γωνία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.